- κουβικουλαρία
- κουβικ(ου)λαρία και κουβικουλάρισσα, ἡ (Μ)(αυλικός τίτλος) η αρχιθαλαμηπόλος, η παρακοιμωμένη, η κυρία τών τιμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubicularia < λατ. cubiculum «κοιτώνας, δωμάτιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Cubicularius — Cubicularius, Hellenized as koubikoularios (Greek: κουβικουλάριος), was a title used for the eunuch chamberlains of the imperial palace in the later Roman Empire and in the Byzantine Empire. The feminine version, used for the ladies in waiting of … Wikipedia
Θεοδότη — I (5ος αι. π.Χ.). Εταίρα, σύγχρονη της Ασπασίας. Στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα αναφέρεται συζήτησή της με τον Σωκράτη, ο οποίος προσπαθεί να την πείσει πως και στη γυναίκα το πνεύμα είναι πιο σημαντικό από το κάλλος. Κατά τον Αθήναιο, υπήρξε… … Dictionary of Greek